- πενταπλασιάζομαι
- πενταπλασιάζομαι, πενταπλασιάστηκα, πενταπλασιασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πενταπλασιαζόμενα — πενταπλασιάζομαι to be multiplied by five pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταπλασιασθείς — πενταπλασιάζομαι to be multiplied by five aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταπλασιασθῇ — πενταπλασιάζομαι to be multiplied by five aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταπλασιάζω — ΝΑ [πενταπλάσιος] 1. πολλαπλασιάζω κάτι επί πέντε, καθιστώ κάτι πέντε φορές περισσότερο ή μεγαλύτερο από κάτι άλλο 2. παθ. πενταπλασιάζομαι πολλαπλασιάζομαι με το πέντε, γίνομαι πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλο … Dictionary of Greek